- λεμβοδρόμος
- ο, ηαυτός που μετέχει σε λεμβοδρομία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματο-δρόμος, ιππο-δρόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λέμβος — η (AM λέμβος, ὁ) σκάφος μικρών διαστάσεων, με ή χωρίς κατάστρωμα, που κινείται με κουπιά ή και ιστία, βάρκα («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῡ λέμβου... ἀπεπνίγη», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. το καλάθι τού αεροστάτου 2. ανατ. το … Dictionary of Greek
λεμβοδρομία — η αγώνας ταχύτητας λέμβων που κινούνται με πανιά ή κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεμβοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ειρηναίο Ασώπιο] … Dictionary of Greek
λεμβοδρομώ — 1. παίρνω μέρος σε λεμβοδρομία 2. πλέω με λέμβο για λόγους αναψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεμβοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ειρηναίο Ασώπιο] … Dictionary of Greek